- λοφιῶν
- λοφίαςfirst dorsal vertebra and skin over itmasc gen plλοφίζωraise thefut part act masc nom sg (attic epic doric)λοφιάmanefem gen pl (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βράγχια — Όργανα κατάλληλα για την αναπνοή μέσα στο νερό, επειδή έχουν την ικανότητα να χρησιμοποιούν το οξυγόνο του αέρα που βρίσκεται στο νερό. Β. έχουν όλα τα υδρόβια ζώα. Στα ψάρια, τα β. έχουν ελασματοειδή μορφή και περικλείονται σε ειδικούς θαλάμους … Dictionary of Greek
κοτιγκίδες — (cotingidae). Οικογένεια στρουθιομόρφων πτηνών της υπόταξης των τυράννων, στην οποία περιλαμβάνονται συνολικά 79 είδη. Έχουν μήκος 9 45 εκ. και φτέρωμα με ποικίλο χρωματισμό (τα αρσενικά μπορεί να έχουν εντονότερα χρώματα), συχνή παρουσία λοφίων… … Dictionary of Greek
παραδείσια πτηνά — Όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται μερικά στρουθιόμορφα πουλιά της οικογένειας των παραδεισιδών, που ονομάστηκαν έτσι για την ωραιότητα του φτερώματός τους, που είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό στα αρσενικά. Τα πουλιά αυτά είναι διαδεδομένα σχεδόν μόνο … Dictionary of Greek
τρούλος — Κατασκευή ημισφαιρικού ή παρόμοιου σχήματος (π.χ. ημιελλειψοειδούς), η οποία χρησιμοποείται για την κάλυψη χώρων με κάτοψη κυκλική, τετραγωνική, ή σχήματος κανονικού πολυγώνου. Αρχαιότατα δείγματα τρουλωτών κατασκευών υπάρχουν στη Μικρά Ασία… … Dictionary of Greek